- Σταθμίτας
- Σταθμίτας [ῑ] οἶνος, wine from οἱ Σταθμοί near Sparta, Alcm.117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμίτας — ὁ, Α [Σταθμοί] φρ. «σταθμίτας οἶνος» κρασί από τους Σταθμούς, περιοχή κοντά στον Πιτάνη τής Λακωνίας … Dictionary of Greek